- προσυπάγομαι
- Απροσελκύω κάποιον με ύπουλο τρόπο, παραπλανώ κάποιον («προσυπάγονται δὲ πολλαῑς λόγων ἀπάταις καὶ τοὺς Ἰσαυρίους», Ευάγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ* + ὑπάγω «ελκύω με πανουργία, εξαπατώ, αποπλανώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.